- κακκάβια
- κακκάβιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακκαβιά — η [κακκάβι] 1. το περιεχόμενο, η χωρητικότητα τού κακκαβιού, η καζανιά 2. είδος σούπας με διάφορα είδη μικρών ψαριών, με ντομάτα και κρεμύδι … Dictionary of Greek
κακκάβι' — κακκάβια , κακκάβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακαβιά — Είδος ψαρόσουπας που παρασκευάζεται με μικρά ψάρια, κυρίως πετρόψαρα, και έχει πολύ νόστιμη γεύση. * * * η βλ. κακκαβιά … Dictionary of Greek
κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek